- προαιρετικῇ
- προαιρετικόςinclined to preferfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαιρετική — προαιρετικός inclined to prefer fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… … Dictionary of Greek
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ερημοδικία — Η διεξαγωγή δίκης όπου ο ένας από τους διαδίκους απουσιάζει ή δεν είναι παρών με τον κατάλληλο προς την περίπτωση τρόπο. Η σημασία της ε. στο αστικό δίκαιο (αστική δίκη) είναι μεγάλη, ιδίως στην πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο όρος ε. συνδέεται με … Dictionary of Greek
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
ομπλιγκάτο — το μουσ. ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης, που αλλιώς θα ήταν προαιρετική … Dictionary of Greek
προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek